- μεταχείριος
- μεταχείριος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή μεταξύ τών χεριών2. ο πάνω στα χέρια («χέων μεταχείριον ὕδωρ», Νόνν.)3. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, υποχείριος, δούλος, σκλάβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χειρός (πρβλ. καταχείριος, υποχείριος].
Dictionary of Greek. 2013.